Όταν οι νότες χτίζουν τείχη, αντί να τα γκρεμίζουν, ας ευχηθούμε τη σιωπή
Και τώρα που τα χειρότερα -και εν μέρει πιο μπανάλ- σενάρια δυστοπιών επιστημονικής φαντασίας γίνονται απτή καθημερινότητα, που η ζωή γεμίζει με διαχωρισμούς, αποκλεισμούς, απαγορεύσεις, που καλούμαστε να παραδώσουμε όλο και περισσότερες ελευθερίες, τώρα είναι μάλλον η στιγμή είτε να μιλήσουμε, είτε να σιωπήσουμε για πάντα.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο καλλιτεχνικός κόσμος σιωπά μπροστά σε κάποιο σημαντικό πολιτικοκοινωνικό γεγονός, μπροστά σε κάποια νέα φρίκη. Εδώ και αρκετές δεκαετίες, η τέχνη γενικά αυτοϊκανοποιείται με την υπεραισθητικοποίηση της καθημερινής ζωής∙ έχει δεχτεί με ευχαρίστηση να είναι η λαμπερή συσκευασία της καπιταλιστικής καθημερινότητας. Στην καλύτερη, θα διατυπώσει ερωτήματα αφήνοντας, σαν κακομαθημένο παιδί, τις απαντήσεις στους ειδικούς της διαχείρισης της ζωής. Έχει, με άλλα λόγια, αρνηθεί το ρόλο της στο χτίσιμο αυτού του κόσμου. Ή, όπως τέθηκε με σαφήνεια (για τη νεολαία στην Ευρώπη) δεκαετίες πριν, “ανάμεσα στην παραφορά του έρωτα και την άνεση του αυτόματου σκουπιδοφάγου, επέλεξε τον αυτόματο σκουπιδοφάγο”.
Στη μουσική, ωστόσο, κατοικεί η υπόσχεση πως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Από το πανκ και το χιπ-χοπ, μέχρι τα τραγούδια διαμαρτυρίας και τα σπασμένα δάχτυλα του Victor Jara, η μουσική δεν έντυσε απλά αλλά υπέβαλε πολλά από τα αιτήματα αλλαγής, ανασκευής και μεταμόρφωσης αυτού του κόσμου. Η αυτοδιαχείριση, η πολιτική κριτική, το αντιεμπορευματικό και εν μέρει το ίδιο το underground συνδέθηκαν κατά κύριο λόγο με τη μουσική. Το τραγούδι, όπως και οι ιστορίες, έχουν μια δύναμη πέρα από τις νότες και τις λέξεις. Και, σε πείσμα της εκστρατείας απονοηματοδότησης της ζωής, η μουσική έβρισκε ξανά και ξανά αυτήν τη δύναμη.
Μετά από ενάμιση χρόνο βίαιης ακύρωσης του πιο ζωτικού ίσως συστατικού της μουσικής, δηλαδή της ζωντανής της παρουσίασης, οι μουσικοί καλούνται να ξαναρχίσουν τις ζωντανές εμφανίσεις τους σε μια βίαια αναδιαρθρωμένη κοινωνική πραγματικότητα. Καλούνται να νομιμοποιήσουν το σύγχρονο νεοπαραδειγματικό απαρτχάιντ, παίζοντας μόνο για όσους έχουν τα εγκεκριμένα από τις αρχές πιστοποιητικά υγειονομικών φρονημάτων.
Πρόκειται για κάτι πέρα από τις εκάστοτε θέσεις και πολιτικές αντιλήψεις σχετικά με τη βίαιη κατασκευή της νέας πραγματικότητας. Δεν έχει να κάνει με τη θεώρηση της κάθε μιας για την επικινδυνότητα του ιού, την ασφάλεια των εμβολίων, τους κινδύνους της βιοτεχνολογίας ή τις αγνές προθέσεις των εταιρειών και των κρατών. Ανεξάρτητα από το τι πιστεύουμε γι΄αυτά, καλούμαστε να κανονικοποιήσουμε τους διαχωρισμούς και τις περιφράξεις, καλούμαστε με άλλα λόγια όχι μόνο να παίξουμε πίσω από αγκαθωτά συρματοπλέγματα, αλλά και να νομιμοποιήσουμε τη χρήση τους.
Το να κάνει κανείς συναυλία όπου απαιτούνται υγειονομικά πιστοποιητικά είναι ξεκάθαρη συνενοχή στο χειρότερο είδος ολοκληρωτισμού: του υγειονομικού. Πρόκειται για κάτι που υπερβαίνει τα προσωπικά πολιτικά πιστεύω του κάθε μουσικού: αναρχία, αντιρατσισμό, δικαιώματα ζώων ή αντισεξισμό. Όλα αυτά δε γίνονται παρά γραφικές ασημαντότητες, πλαστικό περιτύλιγμα προϊόντων με δώρα έκπληξη, από τη στιγμή που αποδέχεται κανείς πως η μουσική του θα είναι μόνο για τους υγειονομικά υπάκουους. Τώρα είναι ο εμβολιασμός, σύντομα θα είναι το τεστ παπ ή προστάτη και οι γονιδιακές θεραπείες. Όταν δεν αντιδράσεις στο πρώτο χαστουκάκι του τραμπούκου, σύντομα θα βρεθείς στο πάτωμα να δέχεσαι κλωτσιές στο κεφάλι.
Ως Millions of Dead Tourists, το να δηλώσουμε πως αρνούμαστε να παίξουμε όπου απαιτείται οποιουδήποτε είδους πιστοποιητικό για την είσοδο στο χώρο είναι ίσως τόσο αναμενόμενο που καταντά σχεδόν ανούσιο. Αντίθετα όμως, αυτό που είναι σημαντικό είναι να δηλωθεί ανοιχτά από όσους χώρους και ανεξάρτητες πρωτοβουλίες έχουν καταφέρει να επιβιώσουν από τη λαίλαπα του τελευταίου ενάμιση χρόνου, από τους χώρους και τις συλλογικότητες που στηρίξαμε και μας στήριξαν αυτά τα χρόνια, πως δε θα υποκύψουν στο κομβικό ζήτημα που αφορά σε όλες τις συναυλίες: το διαχωρισμό των ανθρώπων ανάλογα με το βαθμό υγειονομικής τους συμμόρφωσης. Αλλά ακόμη πιο σημαντικό είναι να δηλώσουν οι μουσικοί πως δεν προτίθενται να παίξουν σε οποιασδήποτε μορφής απαρτχάιντ. Η τραγωδία άλλωστε δεν έχει να κάνει τόσο με τη μεριά του απαρτχάιντ που ζεις∙ αλλά με το ότι ζεις σε απαρτχάιντ.
Καλούμε όλα τα μουσικά σχήματα, τους συναυλιακούς χώρους και τους μεμονωμένους μουσικούς και djs αρχικά του ευρύτερου αυτοδιαχειριζόμενου και underground χώρου να δηλώσουν δημόσια και έμπρακτα την αντίθεσή τους στο νέο δυστοπικό παράδειγμα. Υπάρχουν καταστροφές από τις οποίες “ούτε οι νεκροί δε θα ’ναι ασφαλείς”. Βιώνουμε δυστυχώς μια τέτοια. Αν δεν την αναχαιτίσουμε δε θα μείνει καν έδαφος για να ξαναφυτρώσουν τραγούδια και ιστορίες, για να ξαναπιαστούν τα νήματα που πλέκουνε τον κόσμο.
“Τα πιο καυτά μέρη της κολάσεως είναι ειδικά κρατημένα για εκείνους που σε καιρό πολέμου κράτησαν ουδέτερη στάση”.
Καθολική άρνηση των υγειονομικών πιστοποιητικών σε κάθε μουσική εκδήλωση.