(ΑΝΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΑΛΜΠΟΥΜ “ΥΓΙΕΙΣ” ΑΠΟ ΤΗΝ 1000+1 TILT)
Η τελευταία μου —τραυματική— εμπειρία με τα συγκεκριμένα υποκείμενα χρονολογείται από τον καιρό του παλαιού κόσμου [1], προ πανδημίας. Είχα τότε ορκιστεί πως επρόκειτο για την οριστικά τελευταία επαφή μαζί τους. Αλλά αυτά παθαίνει κανείς όταν δεν πιστεύει σε τίποτε και πουθενά, δε φτουράνε οι όρκοι του, ούτε στον ίδιο του τον εαυτό. Επιπροσθέτως, το κρεσέντο βλακείας, κακίας και κακού γούστου των τελευταίων τριών ετών με είχε κάνει να αναθεωρήσω, προς τα κάτω φυσικά, την ήδη χαμηλή εκτιμησή μου για το ανθρώπινο είδος. Η ανθρώπινη νόηση είναι επιρρεπής σε συγκρίσεις, πρόσφατες εμπειρίες και φτηνά τρικ αυτο-εξαπάτησης, κάτι που περιγράφεται εξαιρετικά στην ιστορία του χότζα με τον χωριάτη με το πολύ μικρό σπίτι [2].
Μ΄άλλα λόγια, έχοντας κάποιος βιώσει την απόλυτη φρίκη φίλων και συνδαιτημόνων, καλλιεργημένων και καθωσπρέπει που έσπευσαν να βγάλουν σέλφι με το φρεσκοτρυπημένο μπράτσο τους, έχοντας βομβαρδιστεί απο έναν οχετό ανοησίας, φιλοτομαρισμού και ψυχοπαθολογικής υποχονδρίασης από —πρώην— συγκάτοικους, συνεργάτες και συντρόφους, τείνει να βλέπει με πιο ανεκτική ματιά ακόμα και ειδεχθώς άξεστα, ακαλλιέργητα και άπληστα υποκείμενα σαν του λόγου τους. Να μια άβολη παρατήρηση των τελευταίων τριων ετών: οι εκτός, οι τρελομαλάκες, οι φευγάτοι, οι αμόρφωτοι, οι οπισθοδρομικοί, οι λούμπεν, οι άξεστοι αποδείχθηκαν πολύ πιο αξιοπρεπείς και λογικοί από τους καλλιεργημένους, τους ευαισθητοποιημένους, τους προοδευτικούς, τους ορθολογιστές και τους ενσυναισθηματίες. Οι οποίοι προοδευτικοί σε κοιτάνε πλέον με απορία όταν αναφέρεσαι στα τελευταία τρία χρόνια, στο στυλ “σιγά το πράγμα, με τι κάθεσαι και ασχολείσαι τώρα”. Αποδέχτηκαν απόλυτα πως η απειλή που βιώνουμε είναι τόσο τεραστιαίων διαστάσεων που αξίζει να θυσιάσουμε την ελευθερία, την υγεία και το καλό γούστο, αλλά τώρα κάνουν σα να μην ήταν τίποτε, εντάξει μωρέ μια μαλακία ήταν, πάει πέρασε.
Αλλά ας επιστρέψω στην εν λόγω μπάντα. Αναμφίβολα, στην —μικρή έστω— μεταστροφή της εικόνας τους έπαιξε και το —θλιβερό απο πολλές απόψεις— γεγονός πως τα τελευταία χρόνια ήταν η μόνη πηγή εσόδων της 1000+1 TiLt. Το ανερμάτιστο, εμμονικό και εμφανώς κακοπαιγμένο ηχητικό τους συνονθύλευμα, μια πραγματική μπασκλασαρία της ηλεκτρονικής μουσικής, ήταν εντούτοις δημοφιλές ακόμα και σε κατά τ΄άλλα σοβαρούς ανθρώπους. Όταν τείνεις όχι μόνο να συνηθίσεις τις δωρεές των 50λεπτων για τα νταουνλόντς του λεημπέλ σου, αλλά να τις θεωρείς και ακτίνες αισιοδοξίας, οι πενιχρές έστω πωλήσεις των σιντι και βινυλίων τους ήταν όχι απλά όαση, αλλά ολόκληρο τροπικό δάσος στην έρημο της γενικευμένης αδιαφορίας που βολόδερνε, εμφανώς αφυδατωμένο, το λεημπέλ μου τα τελευταία χρόνια.
Το αρχικό συναίσθημα οπότε που —προς μεγάλη μου απογοήτευση για την όλη εικόνα που προσπαθώ να χτίσω για τον εαυτό μου— με κατέκλυσε όταν είδα το σιντί τους στην ταχυδρομική μου θυρίδα, προσομοίαζε το είδος της νοσηρής και ηθικά αποδοκιμαστέας ευχαρίστησης που λαμβάνει κάποιος εξοντώνοντας μύγες με ηλεκτρική ρακέτα. Δε μου προξένησε έκπληξη που, μετά και το χουνέρι με την τελευταία κυκλοφορία τους, επέλεξαν πάλι εμένα. Ήθελαν πιθανότατα να με προσβάλουν δειχνοντάς μου πως με θεωρούν “του συναφιού τους” ή πιθανότατα ήταν αρκετά τεμπέληδες και αντιπαθείς για να έχουν οποιαδήποτε άλλη επαφή με ένα άλλο σοβαρό —ελπίζω— λέημπελ.
Ευτυχώς είχα μαζί μου μια σακούλα σουπερμάρκετ, απο αληθινό μάλιστα πλαστικό, με την οποία τύλιξα προσεκτικά το φακελό τους πριν τον παραχώσω στην τσάντα μου. Γενικά δεν είμαι ούτε στο ελάχιστο μικροβιοφοβικός ή σιχασιάρης. Αλλά αν τους γνωρίζατε θα με καταλαβαίνατε. Πρόκειται για ανθρώπους που περιβάλλονται μονίμως απο οργανικό υλικό διαφόρων προελεύσεων και το οποίο σκορπίζουν γύρω τους ασυναίσθητα. Αυτό που αφήνουν πίσω τους σε ένα καφέ ή μπαρ (δε θέλω καν να σκέφτομαι τι συμβαίνει στα εστιατόρια) – φλούδες ξηρών καρπών, γόπες, κομματάκια απο ψωμί ή μπισκότο, απροσδιόριστα καφέ κολλώδη υλικά, σβώλους χώματος και αποξηραμένης μύξας, μικρούς λεκέδες αφύσικων χρωματισμών και ρευστότητας, μια αφθονία σωματικών υγρών, ένα ολόκληρο οικοσύστημα εντόμων, νεκρών και ζωντανών και σε μια περίπτωση μια μπαλίτσα απο κάτι κρεμ και αηδιαστικό (προς μεγάλη μου ανησυχία πληροφορήθηκα αργότερα πως ήταν τμήμα μυκηλίου απο την καλλιέργεια του μύκητα cordyceps[3] στην οποία επιδιδόταν ο ένας τους), για να μη μιλήσω για τα αόρατα, την πληθώρα δηλαδή βακτηρίων, πρωτόζωων, ιών και μυκήτων- θα αρκούσε για να ξεκινήσει κανείς τη μετατροπή ενός άγονου πλανήτη σε ένα πελώριο βάλτο. Είμαι οπότε ιδιαίτερα προσεκτικός στα δούναι-λαβείν μαζί τους, περνάω ακόμα και τα μέηλ τους απο antivirus.
Η παραλαβή και ακρόαση του ντέμο ήταν βέβαια το εύκολο κομμάτι. Το δύσκολο ήταν η αναπόφευκτη συνάντηση μαζί τους. Αυτή τη φορά δώσαμε ραντεβού σε ένα μαγαζί στην κυψέλη, σ΄ένα απο τα αναρίθμητα τρεντο-εναλλακτικά καφε-μπαρ, χωρίς ωστόσο καροτσάκια με μωρά ή ρακή σε τιμή μαλτ ουισκιού.
Παρατήρησα με σχετική φρίκη πως, αφενός ήταν πλέον τέσσερις —breed, like rats, μου΄ρθε κάπως άσχετα στο μυαλό το ρεφραίν απο τoυς godflesh— είχαν βάλει και φωνή τρομάρα τους και, αφετέρου, ήταν ήδη σε προχωρημένη κατάσταση αλκοολικής ζύμωσης. Πότε πρόλαβαν; Και είχα έρθει και νωρίτερα ακριβώς για να αποφύγω αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση. Αν περίμεναν πως θα τους πλήρωνα ό,τι είχαν καταναλώσει…
“Καλώστονα”, έκανε εγκάρδια ένας τους.
“Τι θα πιείς; Κερνάμε”.
Όλες οι αισθήσεις μου τέθηκαν στο ύψιστο επίπεδο συναγερμού. Σε αχρεία υποκείμενα του είδους τους αποκλείεις εξαρχής τις καλές προθέσεις. Κάτι ετοίμαζαν. Απο προσωπική πείρα, γνώριζα πως ό,τι τους έλειπε σε διανοητική ικανότητα το αντικαθιστούσαν με περίσσεια πονηριά.
Παρήγγειλα διστακτικά μια μπύρα.
“Αυτό εδώ ζητούσε πιστοποιητικά εμβολιασμού”, έκανα, έτσι για να τους τη σπάσω, όχι βέβαια πως δεν ίσχυε. Ήταν, σύμφωνα με τα γραπτά τους[4], ανεμβολίαστοι και μάλιστα με άποψη, ψέκες με άλλα λόγια. Τίποτε λιγότερο δηλαδή απ΄ό,τι θα περίμενε κανείς απο δαύτους.
Το χειρότερο με το να μην έχεις κάνει το εμβόλιο δεν ήταν ούτε η ασφυκτική πίεση, ούτε ο αποκλεισμός απο την κοινωνική ζωή∙ ήταν ότι το συνονθύλευμα ημίτρελων, φανατικών, αμόρφωτων και αλαφροίσκιωτων, που εν πολλοίς διαμόρφωσαν το “αντιεμβολιαστικό κίνημα”, σε θεωρούσε δικό τους. Το γεγονός ότι, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, αποδείχτηκε πως οι εξωφρενικοί ισχυρισμοί τους ήταν πέρα για πέρα αληθείς, απλά ενέτεινε την γενικότερη απελπισία. Το να πρέπει, ωστόσο, να επιδεικνύεις πιστοποιητικό για να πιείς ένα ποτό ή να αγοράσεις 10 βίδες ήταν κάτι το βαθιά εξοργιστικό που ακόμα και σε μένα —που καθ΄όλη τη διάρκεια της όλης τρέλας επέμενα σθεναρά πως ήμουν στην πραγματικότητα εμβολιασμένος, παγιδευμένος μέσα στο σώμα ενός ανεμβολίαστου και απαιτούσα στο όνομα της Αγίας Συμπερίληψης και της Ανθεκτικότητας εν γένει να μου συμπεριφέρονται ως εμβολιασμένο— άφησε σεβαστά ποσοστά μνησικακίας, ειδικά για κάτι πολιτικοποιημένους μαλάκες που βάφτισαν την ξεφτίλα τους ταξικό καθήκον.
Ωστόσο, κανείς απο τη μπάντα δεν έδειξε να νοιάζεται. Απλά ανασήκωσαν τους ώμους τους και συνέχισαν να ρουφάνε τα ποτά τους και να επιτίθενται με παροιμιώδη βουλιμία στα πατατάκια και τα ξηροκάρπια. Το απέδωσα —λανθασμένα— στην γνωστή αμοραλιστική και οπορτουνιστική φύση τους.
“Φέρατε την τελική μίξη;”, έκανα μετά απο λίγα λεπτά ρουφηχτών και κρατσανιστών θορύβων που, καθόλου παράξενο, θύμιζαν με έναν αλλόκοτο τρόπο τη μουσική τους.
“Εχει το σιντι ο μαστεράς”.
Ένα κυματάκι οίκτου τσίμπησε το στομάχι μου∙ φαντάστηκα τα μαρτύρια που θα επέβαλλαν τέσσερις θεόμουρλοι και άσχετοι μουσικοί στον πτωχό ηχολήπτη που ανέλαβε να σουλουπώσει τις άναρθρες μουσικές κραυγές τους.
“Θα το δώσει μόλις πληρωθεί”.
Έχει και η αξιοπρέπεια, ακόμα και η δική μου, κάποια κατώτατα όρια.
“Εντάξει, αφού είναι έτσι, στείλτε μου μήνυμα μόλις το πάρετε”.
Ανασηκώθηκα απο την καρέκλα μου και άρχισα να ψάχνω στην τσέπη μου για ψιλά για την μισοτελειωμένη μπύρα μου.
“Όχι, εσύ θα το πάρεις”, έκανε ο πιο θρασύς απο τους τεσσερίς τους. “Να το τηλεφωνό του”. Έσπρωξε προς το μέρος μου ένα λιγδιασμένο χαρτάκι.
“Έχει ήδη κόψει το τιμολόγιο και οι όροι στο συμβόλαιο λένε πως η δουλειά θα πληρωθεί στο 80%, ακόμα και αν δεν παραληφθεί”.
Ξανακάθισα.
“Ποιο συμβόλαιο;”
“Αυτό που υπογράψαμε εν ονόματί σου”.
Πριν δυο μήνες μου΄χαν ζητήσει τη σφραγίδα και μια εξουσιοδότηση στο όνομα του ενός τους για να κανονίσουν υποτίθεται ένα ντηλ με ένα βέλγο διανομέα. Το είχα απωθήσει στις γκριζωπές περιοχές της μνήμης, όπως αυτόματα έκανε ο ψυχισμός μου με οτιδήποτε αφορούσε την επαφή με τους εν λόγω χαρακτήρες.
Καθάρματα. Ποιος ξέρει πόσα θα ζητούσε ο ηχολήπτης που, εδώ που τα λέμε μετά απο τα πολύμηνα ψυχικά βασανιστήρια που αναμφίβολα τον είχαν υποβάλλει αυτά τα υποκείμενα, όσα και να ζητούσε λίγα θα΄ταν.
“Για τι ποσό μιλάμε;”. Η παγωμένη θάλασσα περιφρόνησης που έλπιζα να κατακλύσει την προτασή μου, αποστραγγίστηκε στις ρωγμές που άνοιξε ένα άθελο τρεμούλιασμα (φόβου; λιποψυχίας;) στην τελευταία λέξη.
“Πάρτον τηλέφωνο, σε περιμένει να συνεννοηθείτε”.
Έπρεπε να μάθω το μέγεθος της καταστροφής.
Κάλεσα στο κινητό μου τον αριθμό απο το λιγδιασμένο χαρτάκι και απομακρύνθηκα ενστικτωδώς απο το τραπέζι, προς το εσωτερικό του μαγαζιού.
Ο ηχολήπτης διατήρησε μια εύθυμη χροιά σε όλη τη διάρκεια της σύντομης συνομιλίας μας, η οποία ευθυμία έδειξε να αυξάνεται όταν μου είπε το ποσό.
Δεν ήταν καθόλου μικρό.
Δεν ένιωσα φυσικά καμία έκπληξη όταν κλείνοντας το κινητό παρατήρησα πως το τραπέζι μας ήταν, αν εξαιρέσει κανείς το ζωικό πλεόνασμα που είχαν παρατήσει πίσω τους, άδειο.
Ο ιδιοκτήτης με κοίταξε περίεργα. “Αντε γαμήσου κι εσύ παλιομαλάκα”, έκανα μέσα απο τα δόντια μου.
Προχώρησα με τα σταθερά, αδιάφορα βήματα ενός που δεν έχει απολύτως καμία έγνοια ή υστεροβουλία στο κεφάλι του προς το τραπέζι. Είδα τον ιδιοκτήτη, του οποίου οι καταστηματαρχικές του κεραίες έστελναν προφανώς σήματα συναγερμού, να πλησιάζει και αυτός προς το τραπέζι.
Άρχισα να τρέχω.
Ο ιδιοκτήτης, φοβούμενος —σοφά— καμιά αιφνιδίτιδα, μετά απο λίγα δευτερόλεπτα καταδίωξης κοντοστάθηκε λαχανιασμένος λίγα μέτρα απο το μαγαζί του και κούνησε απειλητικά τη γροθιά του προς το μέρος μου. Συνέχισα να τρέχω στο στυλ τι ωραία μέρα για ένα σύντομο τζόκινγκ, στην κυψέλης.
Kανάγιες.
Το “Υγιείς” των Millions of Dead Tourists κυκλοφορεί σε βινύλιο και σιντί (θα το΄βγαζα και σε κασέτα να βγάλω τα σπασμένα απο τους χίπστερς αλλά και η ξεφτίλα, όπως και η αξιοπρέπεια, έχει και αυτή κάτω όριο) απο την 1000+1 TiLt (με τη βοήθεια της Won Ton).
1. https:// millionsofdeadtourists.org/?p= 1145
2. H οποία επιγραμματικά έχει ως εξής: ο χωρικός διαμαρτύρεται για την έλλειψη χώρου στο καλύβι του, ο χότζα τον διατάζει να βάλει πλην παιδιών και τα ζώα του ένα-ένα, σταδιακά στο καλύβι και, όταν πλέον η κατάσταση γίνεται αφόρητη, του λέει να βγάλει τα ζώα και το καλύβι φαίνεται πλέον ευρύχωρο.