Φτάνοντας στην ιστανμπούλ, οι Σ. και Ι., ένοιωθαν για μια ακόμη φορά, περισσότερο ξεβρασμένοι, παρά αφιχθέντες. Οι επηρεασμένες από τις μεγαλοστομίες των καταστασιακών αφελείς φαντασιώσεις τους για περιπλανήσεις, περιπέτειες, δον ζουανισμούς, φλαννέρς και νε τραβαγιέ ζαμέ, είχαν καταλήξει σε όλο λαιμαργία βλέμματα έξω από ένα μαγαζί με κεμπάμπ και μια συνεχιζόμενη και αυξανόμενη ένδεια, πνευματική κυρίως, αλλά δυστυχώς και υλική. Οι παραφουσκωμένοι με επαναστατικά φαντασιακά εγκέφαλοί τους υποχρεώθηκαν, από την ίδια τη διαδικασία της ζωής, σε ένα αργόσυρτο και βασανιστικό ξεφούσκωμα, σαν πορδή δειλού.
Σε μια αξιογέλαστη προσπάθεια να αναβιώσουν κάποια από τις συγκινήσεις του παρελθόντος, κατέβασαν μια σεβαστή ποσότητα ληγμένου ελ εσ ντι, που είχε αραχνιάσει σε ένα συρτάρι του Ι. Και κάθισαν με θέα προς το βόσπορο να περιμένουν το φίλο τους Γ. που είχε αναλάβει την αποστολή εξεύρεσης τροφής και στέγασης σε άλλη μια πόλη που αποδεικνυόταν το ίδιο άπονη και αδιάφορη στα ανθρώπινα βάσανα και τις αιώνιες ματαιώσεις, όπως όλες οι υπόλοιπες.