(ΑΝΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΑΛΜΠΟΥΜ “HELICOIDE” ΑΠΟ ΤΗΝ 1000+1 TILT)
Το 90% από οτιδήποτε είναι σκατά. Η ρήση του Στάρτζεον, αναφερόταν στην ανθρώπινη πολιτιστική παραγωγή. Πράγματι: οι εννιά στις 10 ταινίες είναι για καθυστερημένους, τα εννέα στα δέκα βιβλία το ίδιο, στη μουσική τα σκουπίδια καταλαμβάνουν όλες τις συχνότητες, για τα έργα που εκτίθενται, άσε καλύτερα. Αλλά αν το καλοσκεφτείς, το ίδιο ισχύει και πέρα από την πολιτιστική παραγωγή. Οι εννέα στους δέκα ανθρώπους που γνωρίζεις είναι μετριότητες, ακραιφνείς μαλάκες ή αδιάφοροι, οι εννέα στις δέκα σχέσεις σου φιλικές και ερωτικές, πήγαν κατά διαόλου, οι περισσότερες μέρες σου, μάλλον αρνητικό πρόσημο έχουν, σπανίως τρώς κάτι για το οποίο μπορείς να συζητήσεις μετά, οι εννέα στις δέκα καινοφανείς ιδέες είναι ηλιθιότητες. Γενικά, το υπάρχειν είναι κατά 90% μια αποτυχία.
Ο άνθρωπος είναι με άλλα λόγια οντολογικά καταδικασμένος να αποτυγχάνει. Αποτυχημένες επαναστάσεις, αποτυχημένες σχέσεις, αποτυχημένες ιδέες, αποτυχημένοι γονείς, σύζυγοι, επιχειρηματίες, ιδεαλιστές, ονειροπόλοι και επαναστάτες. Τίποτα δεν πετυχαίνει. Ο άνθρωπος αποτυγχάνει με τον ίδιο τρόπο που πεινάει, είναι βίαιος ή αρέσκεται να φτιάχνει ιεραρχικές δομές. Με τον ίδιο τρόπο που ένα φίδι κουλουριάζεται γύρω από ένα ραβδί. Δε μπορεί να κάνει αλλιώς. Η αποτυχία είναι οντολογικά καταγεγραμμένη στο είδος μας.
Αυτές οι σκόρπιες σκέψεις ανακούφιζαν κάπως τον ψυχισμό μου καθώς κατέβαινα την αθηνάς. Αν η αποτυχία είναι ζωικό χαρακτηριστικό μας, τότε η πανάρχαια μέγγενη, που έχει επιβάλλει σε αμέτρητες ανθρώπινες γενιές τη συμμόρφωση με κάθε λογής μαλακία, με το ένα σαγόνι της να αποτελείται από καθαρό κράμα ενοχής και το άλλο χρέους, θα έπαυε να έχει οποιαδήποτε ισχύ. Αφού η αποτυχία είναι εκεί όπου αργά ή γρήγορα καταλήγει κάθε ανθρώπινη ιδέα, μπορείς πλέον να μη νοιώθεις καμμία ενοχή όταν τα΄χεις κάνει θάλασσα, όπως δε νοιώθεις και ενοχή για την αφόδευση ή τον ύπνο. Και το πλέον σημαντικό: δεν οφείλεις πουθενά και σε κανέναν να επιτύχεις. Όλοι αυτοί που μας τα πρήζουν με τα διάφορα “όλα είναι δυνατά”, μανατζεραίοι και διανοητές κυριακάτικων ενθεμάτων, δεν είναι παρά μοντέρνοι παπάδες, το ίδιο επικίνδυνοι, ποταποί και παπαρολόγοι με τους προκατόχους τους.
Τουτέστιν, η μακροχρόνια και επίπονη συνειδητοποίηση ότι η μουσική μου εταιρεία είναι μια αποτυχία, όπως επίσης και όλο το επάγγελμα του μουσικού εκδότη, υπό το πρίσμα των πρόσφατων οντολογικών μου αναζητήσεων, δεν έδειχνε και τόσο ζοφερή. Κάτι που μου ήταν απαραίτητο, καθώς η επικείμενη συνάντηση δεν προμήνυε τίποτε το ελπιδοφόρο.
Ένας μουσικός εκδότης υποφέρει πρωτίστως, από ό,τι και οι εκδότες λογοτεχνίας. Έρχεται περισσότερο κοντά απ΄ό,τι είναι σωστό και υγιεινό με τους δημιουργούς του αντικειμένου του πόθου του. Τουτέστιν, συναγελάζεται με μουσικούς. Ο όποιος αρχικός ρομαντισμός, γρήγορα μαραζώνει κάτω από το δηλητήριο της αθεράπευτης εγωπάθειας, της μικρότητας, της χυδαιότητας των επιδιώξεων και της απληστίας και δε μένει χώρος παρά για την απελπισία και για τις βαθιές της ρίζες που στραγγαλίζουν την ψυχή σου. Το πρώτο που μαθαίνει κάποιος συναλλασσόμενος με τους μουσικούς είναι να διακρίνει το χυδαίο υλισμό πίσω από την επαναστατικότητα και τη διανοητική υστέρηση πίσω απο την εκκεντρικότητα.
Δεν είχα καμμία ένδειξη ότι οι Millions of Dead Tourists αποτελούσαν εξαίρεση. Οι φανφαρολογίες και τα κλεμμένα καταστασιακά τους τσιτάτα, μου προκαλούσαν ήδη δυσφορία και η συνάντηση που επέμεναν να γίνει σε ένα από τα τρέντυ και ακριβά μπαρ του αθηνέζικου κέντρου, στο οποίο σημειωτέον είμαι απολύτως βέβαιος ότι ποτέ τους δε σύχναζαν, δεν εμπεριείχε παρά άσχημους οιωνούς.
Ήταν ήδη εκεί όταν έφθασα και πριν καλά καλά κάνουμε τους τυπικούς χαιρετισμούς, ο ένας τους σήκωσε το χέρι του καλώντας τη σερβιτόρα. Παρήγγειλαν ουίσκι, μαλτ, παρόλο που είμαι σίγουρος ότι οι ποιοτικές τους απαιτήσεις σπανίως υπερβαίνουν την άμστελ κουτάκι σε πλαστικό ποτήρι. Η ομορφιά της νεαρής σερβιτόρας που μας έφερε τα ποτά ήταν σε ζωηρή αντίθεση με τη γενικότερη αισθητική υποβάθμιση που έδειχναν να εκπέμπουν οι τρεις τους και πολύ φοβάμαι και κατά συνέπεια και εγώ.
“Να σε πληρώσουμε κιόλας”, έκανε ένας τους.
Τρία ελαφρώς ειρωνικά βλέματα καρφώθηκαν πάνω μου, με χαρούμενη προσμονή, καθώς έβγαζα το πορτοφόλι μου. Είχαν λοιπόν μάθει από την προηγούμενη φορά που τους άφησα να πληρώσουν μόνοι τους τα ποτά τους. Κανάγιες.
“Είναι 36 ευρώ”, έκανε περιχαρής η σερβιτόρα.
Τα επόμενα λεπτά κύλησαν μέσα στη σιωπή, που διακοπτόταν από τα αηδιαστικά ρουφήγματα των πανάκριβων αποσταγμάτων τους και τον τραγανιστό ήχο των ξηρών καρπών στα βουλιμικά τους σαγόνια. Αν υπάρχει τελικά κάτι χειρότερο από τη συνδιαλλαγή με τους μάνατζερ των μουσικών, είναι η συνδιαλλαγή με τους ίδιους τους μουσικούς. Αρκεί μια ώρα σε ένα μπαρ μαζί τους για να σε ρίξει στο χειρότερο αισθητικό βόρβορο.
“Να λες πάλι καλά που δεν έχεις να κάνεις με ηθοποιούς, πιο εγωπαθή, φαντασμένα, ανόητα και ολωσδιόλου κάλπικα πλάσματα δεν έχουν ξαναμολύνει τον πλανήτη”, θυμάμαι να μου απαντά ένας φίλος ατζέντης στα παραπονά μου, λίγο πριν η νοσοκόμα δώσει τέλος στο επισκεπτηριό μου, για το απογευματινό του κοκτέηλ ηρεμιστικών. Ισχνή παρηγοριά.
“Τελειώσατε λοιπόν με την ηχογράφηση”, έκανα.
Δυο χέρια κινήθηκαν ταυτόχρονα, το ένα για να κάνει νόημα στη σερβιτόρα και το άλλο για να παρουσιάσει ένα σιντι στο τραπέζι. Ανυπομονώντας να δώσω ένα τέλος σ΄αυτό το μαρτύριο για την ψυχή και το καλό γούστο, άπλωσα το χέρι μου και προσπάθησα να το σύρω προς το μέρος μου, μόνο και μόνο για να συναντήσω τη σθεναρή αντίσταση από τα ακροδάχτυλα του χεριού που μου το παρουσίασε. Σε μια στιγμή απερισκεψίας, επέμεινα για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου παραπάνω στην -αποτυχημένη- μου προσπάθεια τραβήγματος και όπως ήταν φυσικό σε τέτοια βαθιά οππορτουνιστικά υποκείμενα όταν, προσποιούμενος μια ανύπαρκτη φυσικότητα, απομάκρυνα -φευ, πολύ αργά- το χέρι μου και σήκωσα το βλέμμα μου δε διέκρινα παρά ηθική αποδοκιμασία, στα δικά τους. Νοιώθοντας παραλόγως, σα να με έπιασαν στα πράσσα, αισθάνθηκα να κοκκινίζω και όταν το αισθάνθηκα, κοκκίνισα κανονικά.
“36 ευρώ”, είπε η σερβιτόρα, με ένα χαμόγελο που δε μπορούσα παρά να εκλάβω ως ειρωνικό, απιθώνοντας 3 φρέσκα μαλτ, δίπλα στα πρώτα, που δεν είχαν ακόμη τελειώσει. Η κατάσταση ήταν πραγματικά βγαλμένη από την κόλαση.
12 ευρώ το ποτό. Η περιοχή πέριξ του ιστορικού κέντρου πρέπει να βομβαρδιστεί από άκρη σε άκρη, συμπεριλαμβανομένων των μνημείων της, σε αυτό τουλάχιστον συμφωνούσα με το εν λόγω συγκρότημα. Λιποψύχησα και παρήγγειλα και εγώ ένα, μαλτ φυσικά, οτιδήποτε άλλο θα με έκανε να δείξω, που δε με ένοιαζε, αλλά δυστυχώς και να νοιώσω, που με ένοιαζε, φτηνιάρης. Η βραδυά εξελισσόταν σε ψυχική και οικονομική καταστροφή.
Αυτή η θλιβερή κατάσταση έπρεπε το συντομότερο, οπωσδήποτε προτού τελειώσουν και το δεύτερο ποτό τους, να λάβει τέλος.
“Ας πούμε για την κυκλοφορία”, έκανα.
“Υπάρχουν ένα δυο πραγματάκια”, έκανε ο ένας τους με το βλέμμα καρφωμένο, και καλά σκεφτικό, στο ποτό του.
Αποφάσισα ότι με τέτοιου είδους υποκείμενα πρέπει κανείς να γίνεται ωμός και να αποφεύγει τις περιστροφές.
“Λεφτά; Μια μπάντα diy”
“Diy είναι οι the Callas”, με διέκοψε εκνευρισμένα ο εκ των αριστερών μου.
“Πληρώσαμε μάστερινγκ και ηχογράφηση”, συμπλήρωσε ο απεναντί μου.
Προσπαθώντας να συγκεντρωθώ και να σκεφτώ κάτι γρήγορα, αποτράβηξα το βλέμμα μου από το τραπέζι και αυτό αιχμαλωτίστηκε αναπόφευκτα, από τη μοναδική όαση καλαισθησίας σ΄αυτό το βούρκο χυδαιότητας, τη σερβιτόρα, που έχοντας στραμμένη την πλάτη προς το μέρος μας φόρτωνε το δίσκο της με μια παραγγελία για κάποιο χιπστεροβλαχαδερό, που ήταν το σχεδόν αποκλειστικό είδος πελάτη στον εν λόγω μαγαζί.
“Αποτελεί κώλο έλξης”, μίλησε για πρώτη φορά στη βραδυά ο εκ των δεξιών μου.
Οι άλλοι δυο γέλασαν με το γέλιο μεθυσμένων αντρών, ένα βήμα πριν βγάλουν έξω τα πουλιά τους και τα μετρήσουν στο τραπέζι. Εφιάλτης δίχως τέλος.
Ήταν ώρα για αποφασιστικές κινήσεις. Έβγαλα από την εσωτερική τσέπη του παλτού μου ένα διπλωμένο χαρτί Α4.
“15% από τα έσοδα”, δήλωσα.
Είμαι σίγουρος ότι οι γεμάτοι απληστία, αλκοόλ και έλλειψη στοιχειώδους παιδείας εγκεφαλοί τους, έβγαλαν τελείως διαφορετικά αποτελέσματα, το καθένα τους λάθος, στους νοερούς υπολογισμούς τους. Αλλά ακόμα και έτσι, το ποσό ήταν, όσο λάθος και να το υπολόγιζες μεγάλο. Ήταν φανερό στα γεμάτα ζωώδη ικανοποίηση βλεμματά τους.
Σφράγισα το τυπωμένο συμβόλαιο με τη σφραγίδα της εταιρείας και υπέγραψα καλλιγραφικά.
Καθώς το έσπρωχνα προς το μέρος τους, άδειασαν με μια κίνηση τα ποτήρια τους. Οι δυο τους έσκυψαν και το μελετούσαν ενώ ο άλλος έκανε νόημα στη σερβιτόρα.
“Οκ”, έκαναν, μετά απο λίγο.
“36 ευρώ”, έκανε η σερβιτόρα.
Οποιαδήποτε ευγένεια διέκρινα πριν στη φυσιογνωμία της έτεινε να εξαφανιστεί.
“Έίμαστε, λοιπόν σύμφωνοι;” έκανα με φωνή στα όρια του τρέμουλου.
Έβγαλα το καρμπόν και υπέγραψαν.
“Αυτό είναι για σας”. Εσπρωξα το αντίτυπο προς το μέρος τους καθώς έβαζα το σιντι στην τσέπη μου και σηκωνόμουν.
Ευτυχώς δεν ήταν του στυλ τους οι χειραψίες.
Τους άφησα περιχαρείς πάνω απο τα ποτά τους και κατευθύνθηκα με γρήγορα βήματα προς την έξοδο από αυτό το βούρκο.
“Είναι και 12 ευρώ το ποτό σας”, έκανε η σερβιτόρα προλαβαίνοντάς με ένα βήμα πριν την πόρτα.
Μια μικρή καριόλα.
Στην μακρινή επιστροφή προς τα στούντιο της 1000+1 ΤiLt, άντλησα κουράγιο και ικανοποίηση, κοιτάζοντας ξανά και ξανά τα άδεια συμβόλαια για το φορματ του βινυλίου και για το φορματ του σιντι και κυρίως το τσαλακωμένο, λεκιασμένο απο τα ορνιθοσκαλίσματα που χρησιμοποιούσαν ως υπογραφή, συμβόλαιο, για το φορμάτ της κασσέτας.
Και θέλουν και να καταργήσουν τον 21ο αιώνα, οι μαλάκες. Ούτε τον 18ο δεν έχουν καταλάβει.
Το Helicoide των Millions of Dead Tourists, κυκλοφορεί απο την 1000+1 Tilt σε 300 βινύλια, 160 σιντι και 2 αριθμημένες, συλλεκτικές, κασσέτες.